- δυσκατάληπτος
- δῠσ-κατάληπτος, ον,A hard to comprehend, D.S.1.3, Ph.2.216, M.Ant.5.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάληπτος — hard to comprehend masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτος — η, ο (Α δυσκατάληπτος, ον) δυσνόητος … Dictionary of Greek
δυσκαταληπτότερον — δυσκατάληπτος hard to comprehend adverbial comp δυσκατάληπτος hard to comprehend masc acc comp sg δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτως — δυσκατάληπτος hard to comprehend adverbial δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτον — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc sg δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτου — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτους — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτῳ — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτα — δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτοι — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξύμβολος — δυσξύμβολος, ον και δυσσύμβολος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να έλθει σε συμβολή ή συνεννόηση 2. ακοινώνητος 3. δυσνόητος, δυσκατάληπτος … Dictionary of Greek